μισαθήναιος

μισαθήναιος
μῑσαθήναιος , μισαθήναιος
hating the Athenians
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισαθήναιος — μισαθήναιος, ον (Α) αυτός που μισεί τούς Αθηναίους, ο εχθρός τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ἀθηναίος] …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • μισαθηναιοτάτους — μῑσαθηναιοτάτους , μισαθήναιος hating the Athenians masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”